- χώνεψη
- η см. χώνε(υ)μα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χώνεψη — η, Ν βλ. χώνευση … Dictionary of Greek
χώνεψη — η η πράξη και το αποτέλεσμα του χωνεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσπεψία — η δυσκολία στη χώνεψη, κακή χώνεψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
πόρεψη — η, Ν 1. η εξοικονόμηση τών αναγκαίων προς το ζην 2. τα αναγκαία προς το ζην, ιδίως οι τροφές («έχω την πόρεψή μου» εξοικονομώ τα αναγκαία προς το ζην). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρευσις < πορεύω (πρβλ. χώνεψη)] … Dictionary of Greek
χώνευση — η / χώνευσις, εύσεως, ΝΜΑ, και χώνεψη Ν [χωνεύω] τήξη μετάλλων στην χωνευτική καμινο νεοελλ. πέψη … Dictionary of Greek
ευπεψία — η εύκολη πέψη, φυσιολογική χώνεψη (αντίθ. δυσπεψία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέψη — η χώνεψη, χώνεμα των τροφών του στομαχιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωνευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώνεψη των μετάλλων. 2. αυτός που διευκολύνει την πέψη, καλοχώνευτος, ευκολοχώνευτος: Η περιοχή αυτή έχει χωνευτικό νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χώνεμα — χώνεμα, το και χώνευμα, το, ατος 1. χώνεψη. 2. στάχτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)